τσακάλι

τσακάλι
Όνομα διαφόρων ειδών σαρκοφάγων του γένους κύων (canis) της οικογένειας των κυνιδών, του οποίου το επιστημονικό όνομα είναι θως. Τυπικός εκπρόσωπος και πιο διαδεδομένο είναι το τ. το χρυσό (canis aureus), που ονομάζεται έτσι για το γκριζοκίτρινο χρώμα των ανώτερων τμημάτων του μανδύα του. Έχει ύψος έως το ακρώμιο περίπου 45 εκ. και μήκος κατά μέσο όρο 80 εκ., περιλαμβανόμενης και της ουράς. Η οδοντοφυΐα παρουσιάζει κυνόδοντες μετρίων διαστάσεων και γομφίους πολύ ανεπτυγμένους. Το τρίχωμα είναι πυκνό και μάλλον τραχύ και η ουρά προς τα κάτω. Το τ. αυτό ζει σε μεγάλες περιοχές από την Ινδία έως τη Μικρά Ασία και από το Ιράν έως το Αφγανιστάν και, με περιορισμένο αριθμό ειδών, στη νότια Ρωσία και στα Βαλκάνια. Κατά την ημέρα παραμένει κρυμμένο σε σπηλιές ή στην πυκνή βλάστηση και τη νύχτα αναζητά την τροφή του, που αποτελείται αποκλειστικά σχεδόν από θνησιμαία και, όταν λείπουν αυτά, από φρούτα. Είναι ζώο δειλό, και δεν επιτίθεται ποτέ στον άνθρωπο. Ύστερα από κύηση 9 εβδομάδων, στο τέλος της άνοιξης, το θηλυκό γεννά 4-8 μικρά που μεγαλώνουν γρήγορα ώστε στον δεύτερο μήνα να μπορούν να ενωθούν στα κοπάδια των ενήλικων ατόμων για την αναζήτηση της τροφής. Το τ. φτάνει τη γενετήσια ωριμότητα στην ηλικία του ενός έτους περίπου. Όμοια στη μορφή και στις διαστάσεις με το προηγούμενο είδος είναι το τ. το ραβδωτό, διαδεδομένο στις δενδρώδεις ζώνες της κεντρικής και νότιας Αφρικής, και το γκρίζο, που χαρακτηρίζεται από την αξιοσημείωτη ανάπτυξη των αυτιών και που απαντάται με διάφορα υποείδη στην Αιθιοπία και στη Σομαλία. Στην Αφρική ζει το τ. το λυκοειδές, με μήκος πάνω από 85 εκ., μέγιστο ύψος 55 εκ. και εφοδιασμένο με ιδιαίτερα ρωμαλέα οδοντοφυΐα και μανδύα σκούρο πυρρόξανθο. Το συναντάμε κυρίως μεταξύ του Σουδάν και της επαρχίας του Ακρωτηρίου (Ν. Αφρική). Στην ανατολική Αφρική, συναντάται ο θως ο μεσομέλας, που ονομάζεται έτσι για τη ζώνη με μακρύ τρίχωμα, χρώματος γκρίζου με μαύρες κηλίδες, που σκεπάζει τη ράχη και αποτελεί αντίθεση με το κοντό, κίτρινο προς το κοκκινωπό τρίχωμα του υπόλοιπου σώματος. Ένα τσακάλι (canis aureus).
* * *
το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τού σαρκοφάγου θηλαστικού Canis aureus τής οικογένειας κυνίδες, συγγενικού με τον λύκο, τον σκύλο και το κογιότ, γνωστό και με τη λόγια ονομασία θως
2. μτφ. άνθρωπος πανέξυπνος και μεγάλης αντοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cakal, λ. ινδ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσακάλι — το (λ. τουρκ.) 1. άγριο σαρκοφάγο ζώο, ο «θως». 2. μτφ., άνθρωπος ικανότατος, τετραπέρατος: Θα τα καταφέρει ο Κώστας, είναι τσακάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • τσακαλόλυκος — ο, Ν τσακάλι που προέρχεται από μίξη τσακαλιού και λύκου, αλλ. λυκοτσάκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακάλι + λύκος] …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αγριοτσάκαλος — ο και αγριοτσάκαλο, το αυτός που εχει φωνή άγρια σαν τού τσακαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριο + τσακάλι] …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”